-
1 αριστερή
-
2 ἀριστερῇ
-
3 αριστερή
-
4 ἀριστερή
-
5 αριστερα
I(ἐν ἀριστερῇ Her. и ἐν τῇ ἀριστερᾷ Plat.)
II(τά)1) левая сторона(ἐπ΄ ἀ. χειρός и ἐπ΄ ἀ. Hom.; ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὴ τὰ δεξιά Plat.)
2) ошибка, безрассудствоφρενόθεν ἐπ΄ ἀ. ἔβας Soph. — ты поступил безрассудно
-
6 бакборт
мор. η αριστερή πλευρά (του πλοίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бакборт
-
7 борт
1. (судна, самолёта) η πλευρά, η μπάνταподводный - (судна) τα ύφαλα, η κάτω πλευρά του σκάφους2. (автомобиля) η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > борт
-
8 крен
(ав., мор.) η κλίση (του σκάφους), ο (δια)τοιχισμόςидти с - ом 5° на левый борт πορεύομαι με - 5° στην αριστερή πλευράпродольный - ο προνευστασμός, το σκα-μπανεύασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крен
-
9 обзор
1. (сжатое сообщение ο фактах, событиях и т.п.) η περίληψη, η σύνοψη, η επιθεώρηση, η επισκόπηση, η ανασκόπηση 2. (видимость) ав. η ορατότηταверхний - προς τα επάνω/άνω3. (радиолокационный) η σάρωσηконический - κωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обзор
-
10 повив
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повив
-
11 поворот
1. (изменение направления) η στροφή 2. (изгиб) η κύρτωση, το κύρτωμα, η κάμψη 3 (вращение) η περιστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поворот
-
12 поляризация
η πόλωση· дипольная - διπολική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поляризация
-
13 производная
мат. η παράγωγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > производная
-
14 фолио
(бухг.) η αριστερή και δεξιά σελίδες στο (λογιστικό) κατάστιχο με την ίδια αρίθμισηη μονόπλευρη αρίθμηση σελίδων του κατάστιχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фолио
-
15 уклон
уклонм1. (покатость) ἡ κλίση [-ις], ἡ πλαγιά, ἡ κατωφέρεια/ ἡ ἀπόκλιση (отклонение):катиться под \уклон прям., перен κατρακυλώ, παίρνω τόν κατήφορο·2. (специализация) ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις]:шко́ла с техническим \уклоном ἡ σχολή μέ τεχνικήν κλίση·3. полит ἡ παρέκκλιση[-ις]:правый \уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση· левый \уклон ἡ ἀριστερή παρέκκλιση. -
16 αριστερός
η, ό [ά, όν ] 1. в разн. знач левый;αριστερός άνθρωπος — а) левши; — б) полит, левый;
αριστερή παράταξη — левое крыло (в парламенте, партии);
§ γάμος εξ αριστεράς χειρός — морганатический брак;
2.:η αριστερά левая рука;η άκρα αριστερά — крайняя левая партия, коммунистическая партия;
η φράξια ( — или η παράταξη) των αριστερων — фракция левых;
η αριστερά а) левые партии; б) левое крыло парламента -
17 port
I [po:t] noun1) ((usually without a or the) a harbour: The ship came into port; We reached port next morning.) λιμάνι2) (a town with a harbour: the port of Hull.) λιμάνιII [po:t] noun(the left side of a ship or aircraft: The helmsman steered the ship to port; ( also adjective) the port wing.) αριστερή πλευρά πλοίουIII [po:t] noun(a strong, dark-red, sweet wine originally from Portugal.) πορτό -
18 left-censoring
French\ \ censure à gaucheGerman\ \ linksseitige ZensierungDutch\ \ linkszijdige censureringItalian\ \ di sinistra-censuraSpanish\ \ izquierdo-censuraCatalan\ \ censura per l'esquerraPortuguese\ \ censura à esquerdaRomanian\ \ -Danish\ \ venstrecensureringNorwegian\ \ -Swedish\ \ vänstercensureringGreek\ \ αριστερή περικοπήFinnish\ \ vasemmalta puolelta sensurointiHungarian\ \ -Turkish\ \ soldan sansürlemeEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ левое цензурированиеUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ v. að ritskoðaEuskara\ \ ezker-zentsuraFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ سانسور از چپArabic\ \ المراقبة اليسرىAfrikaans\ \ linkssensoreringChinese\ \ -Korean\ \ 좌 중도 절단 -
19 загребной
επ. -ое весло ουράδιο, γουργούλα, πρυμιό-κουπί•-ая сторона αριστερή πλευρά της βάρκας (βλέποντας από την πρύμνη κατά την πρώρη).
|| ως ουσ. πρώτος κωπηλάτης (από την πρύμνη). -
20 крыло
-ά, πλθ. крылья-ьев κ. παλ. -έ, крыл, крылом ουδ.1. φτερό, πτερό, φτερούγα, πτέρυγα•орёл распустил свои крылья ο αετός άνοιξε τις φτερούγες του•
крылья бабочки τα φτερά της πεταλούδας•
махать крыльями χτυπώ τα φτερά, φτερουγίζω•
крыло автомобиля το φτερό αυτοκινήτου (προφυλακτήρας από τη λάσπη)•
крыло самолёта η πτέρυγα του αεροπλάνου.
2. πτερύγιο έλικα, ανεμόμυλου.3. πλευρά αλιευτικού διχτιού.4. πτέρυγα στρατ. τμήματος (σε διάταξη μάχης).5. πτέρυγα οικοδομής.6. πτέρυγα (κόμματος, οργάνωσης κ.τ.τ.)• левое крыло буржуазных партий η αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων.εκφρ.- лья носа – τα πτερύγια της μύτης•опустить -лья – παρακμάζω, κόβονται τα φτερά μου•подрезать (обрезать, подсечь) -лья кому – κόβω τη φόρα κάποιου, κόβω το βήχα (στερώ των δυνατοτήτων, της δραστηριότητας)•расправить -лья – απλώνω τα φτερά αναπτύσσω όλη τη δραστηριότητα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀριστερῇ — ἀριστερός left fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερή — ἀριστερός left fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek